- αλούφαχτος
- -η, -ο [λουφάζω]αυτός που δεν λούφαξε, δεν ησύχασε ή δεν μπορεί να ησυχάσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλούφαχτος — αλούφαχτος, η, ο και αλούφαστος, η, ο αυτός που δε λουφάζει, δεν ησυχάζει: Τα σκυλιά είχαν κάτι μυριστεί, γι αυτό ήταν αλούφαχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)